Κομισιόν: Η ανορθολογική κατανομή των πόρων πλήττει την πρόσβαση στην Υγεία στην Ελλάδα



Η ανισορροπία των διαθέσιμων πόρων στην Υγεία φαίνεται πως αποτελεί βασικό «αγκάθι» για τα περισσότερα κράτη-μέλη, όπως προκύπτει από την ευρωπαϊκή έκθεση για την κατάσταση των δημόσιων συστημάτων υγείας των 28.
Ειδικά για την Ελλάδα, τονίζεται πως η χώρα μας αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στον σχεδιασμό και την ορθολογική κατανομή των πόρων υγειονομικής περίθαλψης, κάτι που έχει επιπτώσεις στην αποδοτικότητα και την πρόσβαση.
Σε κοινοτικό επίπεδο, όμως, η ανισορροπία φαίνεται να εστιάζεται περισσότερο στην «προτίμηση» που δίνουν οι προϋπολογισμοί στη θεραπεία των νοσημάτων εις βάρος της πρόληψης τους. Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο Επίτροπο για την Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων, Vytenis Andriukaitis, τα κράτη-μέλη ξοδεύουν περίπου 25 φορές μεγαλύτερο μέρος των προϋπολογισμών υγείας τους στη θεραπεία από την πρόληψη. «Οι πολίτες τους θα επωφελούνταν αν αυτή η ανισορροπία άλλαζε», δήλωσε. Ειδικότερα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ξοδεύουν κατά μέσο όρο 3% των προϋπολογισμών τους στην πρόληψη και 80% στη θεραπεία μη μεταδοτικών νοσημάτων και διαταραχών.
Η κατάσταση της υγείας του ελληνικού πληθυσμού έχει βελτιωθεί σε γενικές γραμμές με την πάροδο του χρόνου, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται βασικές προκλήσεις στον τομέα της υγείας, όπως η θνησιμότητα λόγω καρκίνου και ο αντίκτυπος των καρδιακών νοσημάτων, αναφέρει η έκθεση για την Ελλάδα.
Ειδική αναφορά γίνεται στην απουσία εθνικών προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου και η αδυναμία επιβολής της απαγόρευσης του καπνίσματος.
«Οι τάσεις όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου, ειδικά τα υψηλά ποσοστά καπνίσματος μεταξύ των ενηλίκων και η παχυσαρκία στα παιδιά, επισημαίνουν τη σπουδαιότητα θέσπισης εθνικών προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου, επιβολής της απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους και προώθησης αλλαγών στον τρόπο ζωής, με επίκεντρο τη διατροφή και την άσκηση», τονίζεται.
Αναγνωρίζεται παράλληλα πως η επάρκεια χρηματοδότησης του συστήματος υγείας είναι αιτία ανησυχίας, εξαιτίας της πίεσης στις δημόσιες δαπάνες, της μειούμενης βάσης εσόδων του συστήματος ασφάλισης υγείας και του ήδη υψηλού ποσοστού ιδιωτικών δαπανών. «Το σύστημα υγείας λειτουργεί υπό συνθήκες σημαντικών δημοσιονομικών περιορισμών, μολονότι με τα συστήματα υποχρεωτικών επιστροφών οι δαπάνες υπερβαίνουν στην πράξη τον προϋπολογισμό για την κάλυψη των αναγκών των ασθενών. Ο μηχανισμός αυτός είναι κομβικής σημασίας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το δημόσιο σύστημα μπορεί να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες, ιδίως επειδή τα ποσοστά χρήσης του αυξάνονται και η ικανότητα των νοικοκυριών να αγοράζουν υπηρεσίες ιδιωτικής περίθαλψης έχει μειωθεί από τότε που άρχισε η κρίση», διευκρινίζεται.
Στην έκθεση επισημαίνεται πως οι παραδοσιακά υψηλές άμεσες πληρωμές από τους ασθενείς αυξήθηκαν περαιτέρω «γεγονός που συνιστά αυξανόμενη οικονομική επιβάρυνση για τους ασθενείς, συχνά λόγω καταναλωτικών προτύπων που διέπονται από προκλητή ζήτηση από την πλευρά της προσφοράς, και μπορεί να δημιουργεί ανισότητες όσον αφορά την πρόσβαση σε φροντίδα». Διαρκής πρόκληση χαρακτηρίζεται η καταπολέμηση των εκτεταμένων άτυπων αμοιβών, της φοροδιαφυγής με την παροχή υπηρεσιών υγείας χωρίς απόδειξη, καθώς και άλλων μορφών σπατάλης και διαφθοράς (π.χ. στη σύναψη συμβάσεων για προμήθειες).
«Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στον σχεδιασμό και την ορθολογική κατανομή των πόρων υγειονομικής περίθαλψης, κάτι που έχει επιπτώσεις στην αποδοτικότητα και την πρόσβαση. Υπάρχει μεγάλη ανισορροπία στην κατανομή των υλικών πόρων και του ιατρικού προσωπικού μεταξύ αστικών κέντρων και αγροτικών περιοχών, καθώς και μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στα πολύ υψηλά καταγραφόμενα επίπεδα μη ικανοποιούμενης ανάγκης για ιατρική περίθαλψη – το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ» αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης. Φαίνεται, μάλιστα, πως μεγάλη βαρύτητα για αντιστροφή της εικόνας δίνεται σε τρέχουσες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτή της πρωτοβάθμιας υγείας. Αναμένεται, μάλιστα, να έχουν άμεσο αντίκτυπο στα θέματα αυτά.
«Σημαντικό στοιχείο για την επίτευξη των στόχων της αποτελεσματικότητας, της πρόσβασης και της ανθεκτικότητας είναι η δημιουργία ενός αποτελεσματικού δικτύου υπηρεσιών πρωτοβάθμιας περίθαλψης πρώτης επαφής ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν κατάλληλα οι υγειονομικές ανάγκες του πληθυσμού. Αυτή τη στιγμή, μια μικρή μειονότητα των γιατρών είναι γενικοί ιατροί και δεν υπάρχει σύστημα παραπομπών, ώστε να ρυθμίζονται οι διαδρομές των ασθενών προς τα υπόλοιπα επίπεδα περίθαλψης, αλλά ούτε και επαρκής προαγωγή της υγείας ή πρόληψη ασθενειών. Ωστόσο, έχει γίνει κάποια αρχή με την κατάρτιση του νέου ελληνικού σχεδίου πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, που ξεκίνησε το 2017 και θα εφαρμοστεί τα επόμενα τρία χρόνια», αναφέρει η έκθεση.
Αναγνωρίζεται, πάντως, πως παρά τη δυσχερή οικονομική συγκυρία, σημαντικές μεταρρυθμίσεις στράφηκαν προς τις δομές, το κόστος και την αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν μακροχρόνιες αδυναμίες. «Στις επιτυχίες περιλαμβάνονται η δημιουργία ενός μοναδικού αγοραστή, η τυποποίηση της δέσμης των παροχών που αποζημιώνονται από την κοινωνική ασφάλιση και οι σημαντικές μειώσεις στις φαρμακευτικές δαπάνες. Περαιτέρω προσπάθειες βρίσκονται σε εξέλιξη, με ιδιαίτερο αντικείμενο την αύξηση της χρήσης γενόσημων φαρμάκων, τη βελτίωση της διοίκησης των νοσοκομείων και την ευρύτερη εφαρμογή των κλινικών κατευθυντήριων γραμμών. Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα υπήρξε η επίλυση του προβλήματος όσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη υγείας, που επηρέασε περίπου 2,5 εκατ. άτομα, ή το ένα τέταρτο του πληθυσμού, λόγω της έλλειψης καθολικής κάλυψης. Απαιτήθηκαν αρκετές προσπάθειες από το 2011, στη διάρκεια των οποίων η πρόσβαση σε υπηρεσίες ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη για τους άνεργους και άλλες ευάλωτες κατηγορίες χωρίς κάλυψη. Ωστόσο, η νέα νομοθεσία του 2016 διόρθωσε αυτά τα κενά και πέτυχε καθολική κάλυψη, με την ολοκλήρωση της διαδικασίας που ξεκίνησε το 2014 στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής», σημειώνεται.

Πηγή: virus.com.gr