Αριθμ. Πρωτ. 3474
Προς :
1. Υπουργός Υγείας, κ. Ανδρέας Ξανθός
2. Φαρμακευτικοί
Σύλλογοι της Χώρας
Θέμα: «Νομική Γνωμοδότηση για το ιδιοκτησιακό των φαρμακείων μετά
την υπ’ αριθμόν 1804/2017 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ»
Ως είναι γνωστό, δυνάμει της υπ’ αριθμόν 1804/2017 αποφάσεως
της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτή η αίτηση ακυρώσεως
του
Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου και ακυρώθηκε η υπ’ αριθμόν Γ5(β)/Γ.Π.οικ.36277/20.5.2016 απόφαση των Υπουργών Υγείας και Οικονομικών «Ρυθμίσεις επαγγέλματος φαρμακοποιού – Ίδρυση φαρμακείου». Ομοίως, κατά της ανωτέρω ΚΥΑ είχαν προσφύγει οι Φαρμακευτικοί Σύλλογοι Αττικής και Θεσσαλονίκης. Η πλέον σημαντική πρόβλεψη στην ακυρωθείσα πια ΚΥΑ ήταν άνευ άλλου η παροχή της δυνατότητας χορηγήσεως της άδειας ιδρύσεως φαρμακείου (νεοϊδρυόμενου) σε κάθε φυσικό πρόσωπο που είναι πολίτης κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε συνεταιρισμούς φαρμακοποιών που είναι μέλη της ΟΣΦΕ κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Ομοσπονδίας.
Μάλιστα, η αίτηση ακυρώσεως εισήχθη στην Ολομέλεια του
Δικαστηρίου, κατόπιν σχετικής πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της
Επικρατείας, λόγω της ακριβώς της σπουδαιότητάς της.
Για τους λόγους που θα αναλυθούν κάτωθι, πρόκειται
για μία πολύ σημαντική απόφαση, η οποία φρονώ ότι θα
πρέπει να αποτελέσει (σε συνδυασμό με προγενέστερες αποφάσεις του ιδίου
Δικαστηρίου αλλά και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) αφενός μεν οδηγό
για την ελληνική Πολιτεία τα επόμενα χρόνια αναφορικά με το ιδιοκτησιακό των
φαρμακείων, αφετέρου δε φρένο σε όσους ονειρεύονται (ή και ορέγονται) την
άλωση των φαρμακείων από αγνώστης προελεύσεως συμφέροντα.
Πόσω μάλλον, όταν η απόφαση αυτή ελήφθη με συντριπτική
πλειοψηφία (μόνο δύο
Σύμβουλοι μειοψήφησαν).
Και ναι μεν, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση
ακυρώσεως του Π.Φ.Σ. καθώς η κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του
άρθρου 2 παρ. Δ υποπαρ. Δ12 στοιχείο 18 του ν. 4336/2015 προσβαλλόμενη ΚΥΑ
είναι ανίσχυρη διότι έχει εκδοθεί από αναρμόδιο κατά το Σύνταγμα
όργανο, η ανωτέρω όμως απόφαση περιέχει λίαν σημαντικές και
ουσιαστικές παραδοχές για το ιδιοκτησιακό των φαρμακείων και την
προστασία της Δημόσιας Υγείας. Το Δικαστήριο δεν
χρειάστηκε να εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε ο
Π.Φ.Σ., καθώς έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης για τον πρώτο – ανωτέρω –
προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως.
Έτσι η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ μετά από διεξοδική
αναφορά όλων των κείμενων διατάξεων της φαρμακευτικής νομοθεσίας έκρινε ότι
το θέμα της νομοθετικής προβλέψεως περί λειτουργίας των φαρμακείων και των
θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου «είναι
ιδιαιτέρως σημαντικό αφού, όπως έχει γίνει δεκτό, η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας,
που συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών υγείας- όπως
είναι και η άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού – επιτρέπεται
μόνον σε όσα πρόσωπα έχουν τα προσόντα εκείνα, τα οποία ο νομοθέτης έχει
κρίνει, σε εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, ότι
είναι αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών
υγείας υψηλού επιπέδου (ΣτΕ
1790/2016, 1634/2009, 2267/2005 επταμ) ενόψει και
του ότι τα φαρμακεία αποτελούν ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία συνδυάζεται η
εμπορική εκμετάλλευση με την υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα (ΣτΕ
228-29, 420-24/2014 Ολομ.).»
Το δε άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι «Το Κράτος
μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία
της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων.»
Εν προκειμένω δηλαδή, θεωρώ ότι ακολουθώντας την πλούσια
νομολογία του εν λόγω Δικαστηρίου (αλλά και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης), η Ολομέλεια του ΣτΕ δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως, εισερχόμενη
και στην ουσία (έστω και εμμέσως), κατέστησε σαφές προς κάθε ενδιαφερόμενο
ότι η συνταγματική επιταγή περί παροχής
στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου εξασφαλίζεται μόνο από τους
φαρμακοποιούς ιδιοκτήτες των φαρμακείων τους, δοθέντος
ότι όπως έχει δεκτό σε προηγούμενη απόφαση «τα φαρμακεία δεν αποτελούν
αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία
συνδυάζεται η υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα και η κοινωνική αποστολή με
την εμπορική εκμετάλλευση» (ΣτΕ Ολομ. 229/2014).
Λαμβανομένων των ανωτέρω υπ’ όψιν και ιδίως ότι σύμφωνα με την
κείμενη φαρμακευτική νομοθεσία τα της ασκήσεως του επαγγέλματος του
φαρμακοποιού, καθώς και τα ζητήματα λειτουργίας και δεοντολογίας ρυθμίζονταν
με τυπικούς νόμους ή το πολύ με προεδρικά διατάγματα εκδιδόμενα κατ’
εξουσιοδότηση νόμου, η Ολομέλεια του ΣτΕ απεφάνθη ότι «το θέμα
τούτο ρυθμιζόμενο πριν με διάταξη νόμου (το αντικατασταθέν άρθρο 1 του ν.
1963/1991 και το καταργηθέν άρθρο 6 του ν. 328/1976) θα μπορούσε, επιτρεπτώς,
να ρυθμισθεί μόνο με κανονιστικό προεδρικό διάταγμα, ερειδόμενο επί νομίμου,
κατά τα προεκτεθέντα νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και μετά από επεξεργασία
αυτού από το Συμβούλιο της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 1749/2016 Ολομ.)».
Συνεπώς, κρίθηκε ότι μόνο με Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο θα πρέπει να τύχει
επεξεργασίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας, δύναται να
ρυθμιστούν τα ζητήματα περί λειτουργίας των φαρμακείων και των θετικών και
αρνητικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου. Η
πρόβλεψη περί επίβλεψης και επιστασίας του ΣτΕ αποτελεί άνευ άλλου ασπίδα για
τυχόν νομοθετικές ακροβασίες και αυθαιρεσίες που έρχονται σε αντίθεση με την
κείμενη φαρμακευτική νομοθεσία και το ενωσιακό κεκτημένο.
Ενδεχομένως όμως η πιο σημαντική παρέμβαση (για εθνικούς
λόγους και για ζητήματα μάλιστα ευρύτερα του ιδιοκτησιακού των φαρμακείων)
της αποφάσεως του ΣτΕ αποτελεί η κατηγορηματική αναφορά ότι οιαδήποτε συμφωνία,
δέσμευση ή υποχρέωση που αναλαμβάνει η οιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, δεν
αναιρεί και την υποχρέωση τηρήσεως των συνταγματικών κανόνων περί
νομοθετήσεως.
Συγκεκριμένα εδέχθη η απόφαση ότι : «Δεν μπορεί
δε, τέλος, να θεωρηθεί ότι αποτελεί επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισμα για την
έκδοση της υπουργικής αυτής αποφάσεως το άρθρο 3 του ίδιου
νόμου 4336/2015, με το οποίο κυρώνεται η Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και
Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των
δανειστών, όπου προβλέπεται ρητή υποχρέωση της Χώρας να καταργήσει το υπάρχον
νομοθετικό καθεστώς αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείων, διότι
με την διάταξη αυτή απλώς αναλαμβάνεται υποχρέωση θεσπίσεως των αναγκαίων
ρυθμίσεων, οι οποίες όμως πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους κανόνες
νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως που προβλέπει το Σύνταγμα, αφού η ανάληψη διεθνών
υποχρεώσεων από την Χώρα δεν αναιρεί και την υποχρέωση τηρήσεως των
συνταγματικών κανόνων περί νομοθετήσεως, ούτε μπορεί να καταστεί συγκεκριμένη
η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη με παραπομπή σε συνοδευτικά του εξουσιοδοτικού
νομοθετήματος κείμενα.»
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υπ’ αριθμόν 1804/2017 απόφαση της
Ολομέλειας του ΣτΕ αποτελεί συνέχεια προηγούμενων αποφάσεων του εν λόγω
Δικαστηρίου, οι οποίες αναδεικνύουν το έντονο κρατικό ενδιαφέρον για τη
ρύθμιση τόσο της ασκήσεως όσο και της προσβάσεως στο επάγγελμα του φαρμακοποιού,
το οποίο συνδέεται αρρήκτως με την προστασία της δημόσιας υγείας.
Έτσι σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 229/2014 απόφαση
της Ολομελείας του ΣτΕ έγινε δεκτό ότι «τα φαρμακεία δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά
ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία συνδυάζεται η υπεύθυνη επιστημονική
δραστηριότητα και η κοινωνική αποστολή με την εμπορική εκμετάλλευση.
Περαιτέρω, εκ του λόγου ότι τα διατιθέμενα στα φαρμακεία αγαθά, αναγκαία για
τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της ανθρώπινης υγείας, είναι ζωτικής σπουδαιότητος
για το κοινωνικό σύνολο, υφίσταται έντονο κρατικό ενδιαφέρον για τη ρύθμιση
τόσο της ασκήσεως όσο και της προσβάσεως στο επάγγελμα του φαρμακοποιού, το
οποίο συνδέεται αρρήκτως με την προστασία της δημόσιας υγείας. Συνεπώς,
η εξασφάλιση της βιωσιμότητος των φαρμακείων, και μάλιστα υπό
συνθήκες λειτουργίας τους εκτός όρων ελεύθερου ανταγωνισμού, καθώς και η
ορθολογική και ισόρροπη κατανομή τους σε ολόκληρη την Χώρα, προκειμένου να
εξασφαλίζεται ο άμεσος και με ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμός του συνόλου του
πληθυσμού με τα αναγκαία φάρμακα, αποτελούν επιτακτικούς λόγους δημοσίου
συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν την επιβολή περιορισμών όχι μόνο
στην άσκηση, αλλά και στην πρόσβαση στο επάγγελμα του φαρμακοποιού προσώπων
που συγκεντρώνουν, κατ’ αρχήν, τα νόμιμα προσόντα για την άσκησή του. Συνεπώς,
εκτός των προαναφερθέντων λόγων, και ο σκοπός της αποτροπής του κινδύνου
σοβαράς διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής
ασφαλίσεως, συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την
επιβολή περιορισμών τόσο στην άσκηση όσο και στην πρόσβαση στο επάγγελμα του
φαρμακοποιού».
Ομοίως, έχει κριθεί ότι «η άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος διά της λειτουργίας
φαρμακείου, λόγω της στενής συνδέσεώς του με την προστασία της δημόσιας
υγείας, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης κρατικής μέριμνας και ελέγχου. Πρόκειται,
δηλαδή, περί ειδικώς ρυθμιζομένου στο νόμο επαγγέλματος, η άσκηση του οποίου
προϋποθέτει τη λήψη διοικητικής αδείας, χορηγουμένης βάσει προϋποθέσεων, οι
οποίες αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στην διασφάλιση της αξιουμένης από την
έννομη τάξη στο πρόσωπο του φαρμακοποιού εμπιστοσύνης ως προς την ακριβή
τήρηση των κανόνων που διέπουν την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας
της λειτουργίας φαρμακείου» (ΣτΕ Ολομ.
3314/2014)
Συναφώς έχει κριθεί ότι από τις διατάξεις του Ν. 1963/1991 «καταδεικνύεται
το, αυτονόητο άλλωστε, έντονο ενδιαφέρον του Κράτους για την ρύθμιση της
ασκήσεως του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, το οποίο, λόγω της φύσεώς του,
συνδέεται αμέσως με την προστασία της δημοσίας υγείας. Ενόψει του
δικαιολογημένου αυτού, από την φύση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, εντόνου
ενδιαφέροντος του Κράτους και προς τον σκοπό της εξασφαλίσεως των καταλλήλων
εγγυήσεων για την ορθή άσκησή του, ο νομοθέτης
δεν αποκλείεται να θέσει περιορισμούς προς εξασφάλιση της ασκήσεώς του από
πρόσωπα, τα οποία έχουν τις απαιτούμενες σωματικές και πνευματικές δυνάμεις
για να ανταποκριθούν στις ιδιαίτερες υποχρεώσεις που συνεπάγεται η άσκησή του»
(ΣτΕ
Ολομ. 2204/2010).
Επίσης, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει των α) 19ης Μαΐου
2009 (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑171/07 και C‑172/07), και β)
19ης Μαΐου 2009 (υπόθεση C‑531/06) αποφάσεών του έχει αναγνωρίσει πως:
1ον. Τα κράτη-μέλη δύνανται να περιορίσουν τη λιανική πώληση φαρμάκων
αποκλειστικά στους φαρμακοποιούς, λόγω των εγγυήσεων που οι τελευταίοι πρέπει
να προσφέρουν και των πληροφοριών που οφείλουν να παράσχουν στους καταναλωτές.
2ον. Η διατήρηση του καθεστώτος ιδιοκτησίας/λειτουργίας των
φαρμακείων αποκλειστικά στα χέρια των φαρμακοποιών είναι δικαιολογημένη και
λειτουργεί ευεργετικά για τους πολίτες και τα εθνικά συστήματα υγείας.
3ον. Τα άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ επιτρέπουν
εθνική νομοθετική ρύθμιση μη επιτρέπουσα σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν την
ιδιότητα του φαρμακοποιού να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο.
Έτσι, έχει γίνει δεκτό ότι:
α) οι θεραπευτικές των φαρμάκων, οι οποίες τα διαφοροποιούν
ουσιαστικά από τα λοιπά προϊόντα, έχουν ως αποτέλεσμα ότι, σε περίπτωση που
τα φάρμακα λαμβάνονται χωρίς λόγο ή κατά τρόπο μη σύμφωνο με τις οδηγίες,
ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρή βλάβη της υγείας, χωρίς ο ασθενής να είναι σε
θέση να το αντιληφθεί κατά τη χορήγηση των φαρμάκων.
β) η προστασία της δημοσίας υγείας περιλαμβάνεται μεταξύ των
επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν
περιορισμούς στις ελευθερίες που κατοχυρώνει η Συνθήκη, όπως η ελευθερία
εγκαταστάσεως. Οι περιορισμοί στις εν λόγω ελευθερίες δύνανται να
δικαιολογηθούν από τον σκοπό που συνίσταται στην εγγύηση του ασφαλούς και με
ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμού του πληθυσμού με φάρμακα.
γ) τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν όπως η διανομή των φαρμάκων
γίνεται από φαρμακοποιούς που απολαύουν πραγματικής επαγγελματικής
ανεξαρτησίας, και να λαμβάνουν μέτρα για την εξάλειψη ή
τον περιορισμό του κινδύνου προσβολής της ανεξαρτησίας αυτής, στο μέτρο που
μια τέτοια προσβολή θα μπορούσε να επηρεάσει το επίπεδο της ασφάλειας και της
ποιότητας του εφοδιασμού του πληθυσμού με φάρμακα.
δ) ο επαγγελματίας φαρμακοποιός θεωρείται ότι εκμεταλλεύεται το
φαρμακείο όχι μόνο με σκοπό την επίτευξη κέρδους, αλλά και υπό μια
επαγγελματική προοπτική. Το ατομικό του συμφέρον για την
επίτευξη κέρδους μετριάζεται από την κατάρτιση και την επαγγελματική εμπειρία
του, καθώς και από την ευθύνη που υπέχει, δεδομένου ότι ενδεχόμενη παράβαση
των νομικών κανόνων ή των κανόνων δεοντολογίας θέτει σε κίνδυνο όχι μόνον την
αξία της επενδύσεώς του, αλλά και την ίδια την επαγγελματική του υπόσταση.
ε) Σε αντίθεση προς τους φαρμακοποιούς, οι μη φαρμακοποιοί δεν
έχουν, εξ ορισμού, κατάρτιση, εμπειρία και ευθύνη αντίστοιχη με εκείνη των
φαρμακοποιών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι μη
φαρμακοποιοί δεν παρέχουν τα ίδια εχέγγυα με τους φαρμακοποιούς.
στ) Στην περίπτωση των παρασκευαστών και των χονδρέμπορων φαρμάκων
συντρέχει κίνδυνος, λόγω του ότι αυτοί
θα μπορούσαν να πλήξουν την ανεξαρτησία των μισθωτών φαρμακοποιών
παρακινώντας τους να διαθέτουν τα φάρμακα τα οποία αυτοί παρασκευάζουν ή
εμπορεύονται.
ζ) τα πρόσωπα που εκμεταλλεύονται φαρμακείο και τα οποία δεν έχουν
την ιδιότητα του φαρμακοποιού ενδέχεται να πλήξουν την ανεξαρτησία των
μισθωτών φαρμακοποιών παρακινώντας τους να διαθέτουν φάρμακα τα οποία δεν
τους συμφέρει πλέον να διατηρούν στις αποθήκες τους ή αν τα πρόσωπα αυτά
ενδέχεται να προβούν σε μειώσεις των δαπανών λειτουργίας οι οποίες είναι
ικανές να επηρεάσουν τον τρόπο λιανικής διανομής των φαρμάκων.
η) ενόψει των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και τη
δημοσιονομική ισορροπία των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, τα κράτη μέλη
μπορούν να αναθέτουν αποκλειστικά στους φαρμακοποιούς τη λιανική πώληση
φαρμάκων, λόγω του ότι αυτοί πρέπει να παρέχουν ορισμένα εχέγγυα και λόγω του
ότι πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν ορισμένες πληροφορίες στον
καταναλωτή.
θ) ο περιορισμός της ιδιοκτησίας και λειτουργίας φαρμακείων
αποκλειστικά από φαρμακοποιούς θωρακίζει από τους κινδύνους της σύγκρουσης
συμφερόντων που μπορεί να προκύψουν σε περίπτωση κάθετης ολοκλήρωσης του
φαρμακευτικού τομέα διασφαλίζοντας τη λελογισμένη χρήση
των φαρμακευτικών προϊόντων και την ελάχιστη διατήρηση αποθεμάτων αυτών. Η
παρέμβαση επαγγελματιών που είναι ανεξάρτητοι από τον παρασκευαστή, τον
πωλητή και/ή τους χονδρεμπόρους διανομής φαρμάκων κρίνεται ζωτικής σημασίας
για την εγγύηση της ασφαλούς και ποιοτικής χορήγησης των φαρμακευτικών
προϊόντων.
ι) ο περιορισμός της ιδιοκτησίας φαρμακείων αποκλειστικά από
φαρμακοποιούς συνεπάγεται διττή κλείδα ασφαλείας για τους πολίτες, δεδομένου
ότι φαρμακοποιός τούς εξυπηρετεί αυτοπροσώπως και με ιδία μέσα και συνεπώς
είναι υπόλογος σε περίπτωση πρόκλησης βλαβών, γεγονός που τον ενθαρρύνει να
αποφύγει τυχόν βλάβες.
ια) η εκμετάλλευση φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς, σε αντίθεση προς
την εκμετάλλευση φαρμακείων από φαρμακοποιούς, ενδέχεται να αντιπροσωπεύει
έναν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ειδικότερα για την
ασφάλεια και την ποιότητα της λιανικής διανομής των φαρμάκων, δεδομένου ότι η
επίτευξη κέρδους στο πλαίσιο αυτής της εκμεταλλεύσεως δεν αντισταθμίζεται.
ιβ) η υπερβολική κατανάλωση και/ή λανθασμένη χρήση φαρμάκων
από τους πολίτες δύναται να αποβεί εις βάρος των εθνικών συστημάτων υγείας,
ως αποτέλεσμα των θεραπευτικών συνεπειών που προκύπτουν από την άσκοπη ή
λανθασμένη κατανάλωση των εν λόγω φαρμάκων, καθώς και από την κατασπατάληση
οικονομικών πόρων. Ο περιορισμός της ιδιοκτησίας αποκλειστικά στους φαρμακοποιούς
συμβάλει στην πρόληψη της ως άνω κατασπατάλησης οικονομικών πόρων, δεδομένου
ότι ο ρόλος των φαρμακοποιών προλαμβάνει την υπερκατανάλωση και τη λανθασμένη
χρήση των φαρμάκων.
Επιπροσθέτως θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις κυριότερες χώρες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και συγκεκριμένα στις Γερμανία, Αυστρία, Κύπρος, Δανία, Φινλανδία,
Γαλλία, Ιταλία, Ουγγαρία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Σλοβενία και Εσθονία από το
2020, αλλά και σε Τουρκία και Σκόπια, ιδιοκτήτες των φαρμακείων είναι
μόνο οι φαρμακοποιοί.
Την ίδια στιγμή σε καμία χώρα όπου επεβλήθη πλήρης
απελευθέρωση του ιδιοκτησιακού των φαρμακείων, δεν μειώθηκαν οι τιμές των
φαρμάκων και των ειδών που πωλούνται στα φαρμακεία, αλλά αντιθέτως στην
πλειοψηφία των περιπτώσεων αυξήθηκαν υπέρμετρα.
Θα πρέπει να καταστεί σαφές σε όλους ότι το ενωσιακό κεκτημένο δεν
εφαρμόζεται à la carte, όπου δηλαδή «συμφέρει» εκείνον που κάθε φορά
αναλαμβάνει νομοθετική πρωτοβουλία, αλλά erga omnes.
Εν κατακλείδι – κάνοντας χρήση των σκέψεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής
Ένωσης – μια κράτος-μέλος, όπως π.χ. η Ελλάδα, πράγματι δύναται να επιτρέψει
να εκμεταλλεύονται τα φαρμακεία μη φαρμακοποιοί, υπό μία
όμως απαραίτητη προϋπόθεση:
Ότι το εν λόγω κράτος-μέλος, η Ελλάδα εν προκειμένω
δηλαδή, έχει αποφασίσει συνειδητώς να υποβιβάσει το επίπεδο
προστασίας της δημόσιας υγείας που επιθυμεί να διασφαλίσει στους Έλληνες
πολίτες, καθώς και τα μέσα για την επίτευξη αυτού του επιπέδου...
Με εκτίμηση
Ηλίας Ανδρ. Δημητρέλλος
Νομικός Σύμβουλος
Π.Φ.Σ.
Δείτε το δελτίο τύπου, ΕΔΩ.
|