του Ανδρέα Κουτσόλαμπρου, Προέδρου Ένωσης Εμμίσθων Δικηγόρων
Εισήσχθη προς
ψήφιση στη Βουλή το σχέδιο Νόμου “ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ
ΦΟΡΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-Ε.Φ.Κ.Α.)”, με το οποίο
επέρχονται σημαντικές αλλαγές στο Ν.4387/2016.
Μεγαλύτερη ανάλυση επί των ρυθμίσεων καθώς και τις
προτάσεις του Δικηγορικού Σώματος θα βρείτε στο Πόρισμα της Επιτροπής
Ασφαλιστικού του ΔΣΑ, της οποίας έχω την τιμή να είμαι
Πρόεδρος.
Στην παρούσα φάση το μεγαλύτερο μέρος των ασφαλισμένων θα
επιλέξει ή θα καταταγεί αυτόματα (δια της μη επιλογής) στην υποχρεωτική
1η ασφαλιστική κατηγορία των 210 ευρώ (+10 ευρώ ΟΑΕΔ). Υπάρχει όμως και
μια μερίδα ασφαλισμένων που την απασχολεί ποια ασφαλιστική κατηγορία να
επιλέξει.
Θα πρέπει να επαναλάβουμε πως με το σχέδιο νόμου δεν αλλάζει το
καθεστώς των κυρίων συντάξεων (πλην των ποσοστών αναπλήρωσης) και έτσι η κύρια
σύνταξη αποτελείται από το σύνολο δύο τμημάτων, ήτοι της εθνικής (384 ευρώ με
20 έτη ασφάλισης) και της ανταποδοτικής, η οποία υπολογίζεται με βάση τις
καταβληθείσες εισφορές από 1.1.2002 έως και την έξοδο από την ασφάλιση,
υπολογιζόμενες με ένα ποσοστό αναπλήρωσης το οποίο εξαρτάται από τα έτη
ασφάλισης.
Ας δούμε πως διαμορφώνονται τα ποσοστά αναπλήρωσης με το νέο
Σχέδιο Νόμου, σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς:
Πίνακας Α΄
Ποσοστά Αναπλήρωσης πριν και μετά το Σχέδιο Νόμου
Σημ: Διαπιστώνεται μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης και άρα
αναδρομική και στο μέλλον μείωση σύνταξης για όσους έχουν χρόνο ασφάλισης άνω
των 45 ετών. Προφανώς η ρύθμιση αυτή δεν αποτελεί συμμόρφωση σε όσα
ορίζουν οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας
Επειδή σύντομα θα κληθούμε όλοι να επιλέξουμε ασφαλιστικές
κατηγορίες, καλό θα είναι να γνωρίζουμε τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στην
ασφάλισή μας. Για το σκοπό αυτό φτιάξαμε έναν πίνακα που επεξηγεί τι συντάξεις
δίνει κάθε ασφαλιστική κατηγορία, ποια η διαφορά στις συντάξεις και τι συνολικό
ποσόν θα έχουμε εκταμιεύσει κατά το χρόνο υπολογισμού της σύνταξης.
ΠΙΝΑΚΑΣ Β΄
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΑΝΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
(ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ
ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ)
Σημ: Οι υπολογισμοί αφορούν ασφαλισμένο που διατηρεί την ίδια
ασφαλιστική κατηγορία σε όλη τη διάρκεια της ασφάλισης, ενώ δεν προστίθενται
τυχόν αυξήσεις του δείκτη τιμών καταναλωτή. Στο ποσόν της σύνταξης
περιλαμβάνεται το σύνολο εθνικής και ανταποδοτικής.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1
Για να δούμε την διαφορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατηγορίας
στα 40 έτη ασφάλισης, παρατηρούμε τα εξής:
Συνολική καταβολή 1ης α.κ. 100.800 και σύνταξη 761 ευρώ
Συνολική καταβολή 2ης α.κ. 120.960 και σύνταξη 849 ευρώ
(ήτοι +88).
Διαφορά συνολικών καταβολών (120.960-100.800)= 20.160 ευρώ.
Διαιρώντας με τη διαφορά των 88 ευρώ, βλέπουμε απόσβεση σε 229 μήνες, ήτοι σε
19 περίπου χρόνια.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2
Για να δούμε την διαφορά μεταξύ τρίτης και τέταρτης κατηγορίας
στα 30 έτη ασφάλισης, παρατηρούμε τα εξής:
Συνολική καταβολή 3ης α.κ. 108.720 και σύνταξη 695 ευρώ
Συνολική καταβολή 2ης α.κ. 130.680 και σύνταξη 775 ευρώ
(ήτοι +80).
Διαφορά συνολικών καταβολών (130.680-108.720)= 21.960 ευρώ.
Διαιρώντας με τη διαφορά των 80 ευρώ, βλέπουμε απόσβεση σε 274,5 μήνες, ήτοι σε
23 περίπου χρόνια.
Κάνοντας αντίστοιχες πράξεις, μπορούμε να εξάγουμε χρήσιμα
συμπεράσματα, ως προς τα συνολικά ποσά που θα έχουμε δαπανήσει και τα ποσά της
σύνταξης που θα έχουμε λάβει.
Επίσης αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αυτός που καταβάλλει
την κατώτατη εισφορά (έχει δηλαδή συντάξιμες αποδοχές 755 ευρώ), λαμβάνει
συνολική σύνταξη με 40 έτη 761 ευρώ, ήτοι λαμβάνει το 100,8% των αποδοχών του
ως σύνταξη.
Αντίθετα αυτός που καταβάλλει την ανώτατη εισφορά (έχει δηλαδή
συντάξιμες αποδοχές 2.500 ευρώ, λαμβάνει συνολική σύνταξη με 40 έτη 1.634 ευρώ,
ήτοι λαμβάνει το 65,36% των αποδοχών του ως σύνταξη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Σε ένα περιβάλλον που δεν είναι καθόλου ασφαλές και βέβαιο,
καλείται ο ασφαλισμένος και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιλέξει
ασφαλιστική κατηγορία, από την οποία θα εξαρτηθεί το ασφαλιστικό του μέλλον.
Θυμίζουμε πως το καθεστώς των κυρίων συντάξεων έχει αλλάξει αρκετά τα τελευταία
χρόνια (Μνημονιακές περικοπές,
νόμοι 3863/2010 και 4387/2016 κλπ.) με αποτέλεσμα οι ασφαλισμένοι
να έχουν απωλέσει την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης και
ιδίως οι νεότερες γενιές.
Από τη δική μας πλευρά θα συνεισφέρουμε στο διάλογο μερικούς
βασικούς και απλούς κανόνες, προς διευκόλυνση των ασφαλισμένων:
1. Από την παράθεση των παραδειγμάτων σαφώς προκύπτει ότι δεν
υφίσταται αναλογία μεταξύ εισφορών και συντάξεων και τούτο οφείλεται στο πάγιο
ποσόν της εθνικής σύνταξης. Έτσι ασφαλισμένοι με χαμηλές εισφορές και λίγα έτη
ασφάλισης ευνοούνται αφού λαμβάνουν ολόκληρη την εθνική σύνταξη, η οποία
καλύπτει σε μεγάλο μέρος τις συντάξιμες αποδοχές. Αντίθετα ασφαλισμένοι που
καταβάλλουν υψηλότερες εισφορές και έχουν αρκετά έτη ασφάλισης, θα χρειαστούν
πολλά έτη λήψης σύνταξης, ώστε να αποσβέσουν τις υψηλότερες εισφορές που
κατέβαλαν.
2. Ασφαλισμένοι που έχουν λίγα έτη ασφάλισης (ηλικίας 30 έως 45
ετών) δεν έχουν κανένα λόγο στην παρούσα φάση να επιλέξουν άλλη πλην της πρώτης
Α.Κ. και αφού παγιωθεί το σύστημα να επιλέξουν, μετά από μελέτη, σταδιακά
ανώτερες. Όσοι έχουν φυσικά την οικονομική άνεση, μπορούν να επιλέξουν την
3η ή 4η Α.Κ. προκειμένου να λάβουν μια πιο ικανοποιητική σύνταξη,
μειώνοντας παράλληλα τη φορολογία τους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές
εκπίπτουν.
3. Οι παλιότεροι ασφαλισμένοι, που διαθέτουν χρόνο ασφάλισης από
1.1.2002 και άρα σ’αυτόν συμπεριλαμβάνονται οι παλιότερες ασφαλιστικές
εισφορές, τυχόν κοινωνικοί πόροι ή και άλλες παράμετροι (πχ. ειδική προσαύξηση
μηχανικών ή μονοσυνταξιούχοι ΤΣΑΥ ή ακόμη και μισθωτή απασχόληση) θα πρέπει να
γνωρίζουν ότι η σύνταξη τους θα υπολογιστεί κατά ένα μέρος με τις παλαιές
εισφορές και κατά ένα μέρος με τις νέες.
πχ. Δικηγόρος που θα συνταξιοδοτηθεί το 2030 (ήτοι μετά από 10
έτη), η ανταποδοτική του σύνταξή του θα υπολογιστεί για μεν τα χρόνια 2002-2016
με τις παλαιές εισφορές και για τα χρόνια από 2017 έως 2030 με τις νέες
εισφορές (ήτοι 15/29 με τις παλαιές και 14/29 με τις νέες εισφορές). Θεωρούμε
πως ασφαλισμένοι που είναι σ’ αυτήν την κατηγορία θα πρέπει να μελετήσουν
αναλυτικά τον ανωτέρω πίνακα και να επιλέξουν, εφόσον έχουν τη δυνατότητα, μία
από τις μεσαίες ασφαλιστικές κατηγορίες.
Αυτονόητο είναι πως πάντα θα πρέπει να εξετάζονται και άλλες
παράμετροι, όπως η τυχόν αποταμίευση, ή η τυχόν συμμετοχή σε επαγγελματικά
ταμεία.
Πηγή :lawspot.gr